Θα πρέπει να έχετε την javascript ενεργοποιημένη για να δείτε αυτή τη σελίδα
Ἐπικήδειος Λόγος στόν ἀοίδιμο Μητροπολίτη  Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας κυρό Κοσμᾶ (Παπαχρήστου) (1945 - 2022)

Ἐπικήδειος Λόγος στόν ἀοίδιμο Μητροπολίτη Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας κυρό Κοσμᾶ (Παπαχρήστου) (1945 - 2022)

Αντί Προλόγου
Ἐ­πι­κή­δειος Λόγος
στόν ἀ­οί­δι­μο Μη­τρο­πο­λί­τη
Αἰ­τω­λίας καί Ἀ­καρ­να­νίας
κυ­ρό Κο­σμᾶ (Παπαχρήστου)
(1945 - 2022)
 
Ἐ­πι­σκό­που Ὠ­ρεῶν Φι­λο­θέου,
Ἀρ­χι­γραμ­μα­τέως τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου
τῆς Ἐκ­κλη­σίας τῆς Ἑλ­λά­δος
Ἱερός Ναός Ἁγίου Σπυρίδωνος Μεσολογγίου,
4 Ἰανουαρίου 2022
 
 
«Μα­κά­ριος ὅν ἐ­ξε­λέξω καί προ­σε­λά­βου·
κα­τα­σκη­νώ­σει ἐν ταῖς αὐ­λαῖς σου.» (Ψαλμ. 64,5)
 
 
 
         Σε­βα­σμι­ώ­τατε Μη­τρο­πο­λῖτα Ναυ­πά­κτου καί Ἁ­γίου Βλα­σίου κ. Ἱ­ε­ρό­θεε, ἐκ­πρό­σωπε τῆς Αὐ­τοῦ Μα­κα­ρι­ό­τη­τος τοῦ Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Ἀ­θη­νῶν καί πά­σης Ἑλ­λά­δος κ. Ἱ­ε­ρω­νύ­μου καί Το­πο­τη­ρητά τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας,
         Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι καί Θεοφιλέστατοι Ἅ­γιοι Ἀρ­χι­ε­ρεῖς,
         Εὐ­λα­βέ­στα­τοι Πρε­σβύ­τε­ροι καί Δι­ά­κο­νοι,
         Ὁ­σι­ώ­τα­τοι Μο­να­χοί καί Μο­να­χές,
         Ἐν­τι­μό­τα­τοι Ἄρ­χον­τες,
         Λαέ τοῦ Κυ­ρίου πεν­θη­φόρε,
 
         Ὁ εὐ­λο­γη­μέ­νος Ἐ­πί­σκο­πος καί Μη­τρο­πο­λί­της τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λεως Αἰ­τω­λίας καί Ἀ­καρ­να­νίας ἄ­φησε τόν κό­σμο αὐτόν καί εὑ­ρί­σκε­ται πλέον εἰς «τάς αὐ­λάς τοῦ Κυ­ρίου» μετά τῶν Δι­καίων καί τῶν Ἁ­γίων, τῶν ἀπ’ αἰ­ῶ­νος Θεῷ εὐ­α­ρε­στη­σάν­των.
Πᾶ­σιν ἀν­θρώ­ποις τό κοι­νόν τοῦ βίου ἔ­τα­ξεν ὁ Κύ­ριος χρέος, τοῦ ὅ­ρου πλη­ρω­θέν­τος. Κοινό, ὄν­τως, πέρας τοῦ βίου σέ ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους, ἔ­θεσε ὁ Θεός τήν ἔξοδο ἀπό τήν ἐπίγεια πραγματικότητα τῆς φθο­ρᾶς καί τήν εἴ­σοδο στήν αἰ­ω­νι­ό­τητα τῆς ὄντως ζωῆς.
Ἔτσι συνέβη καί μέ τόν μα­κα­ρι­στό ἤδη Μη­τρο­πο­λί­τη Αἰ­τω­λίας καί Ἀ­καρ­να­νίας κυ­ρό Κο­σμᾶ. Ὁ ἀγαθός τῇ προαιρέσει Ποι­με­νάρ­χης, ὁ δι­α­κε­κρι­μέ­νος τῆς Ἐκ­κλη­σίας τῆς Ἑλ­λά­δος Κλη­ρι­κός, ὁ νυ­χθη­με­ρόν κα­τα­πο­νού­με­νος γιά τήν Ἐκ­κλη­σία ἐπί τεσ­σα­ρά­κοντα καί ὀ­κτώ ἔτη δι­ά­κο­νος τοῦ Θείου Λό­γου, ὁ μετ’ αὐ­τα­παρ­νή­σεως καί ἀ­γά­πης ἐρ­γά­της τοῦ Εὐ­αγ­γε­λίου ἀ­νε­παύθη ἐν Κυ­ρίῳ.
Ἐ­ξε­λέγη ἀπό τόν Κύ­ριο γιά νά με­τα­φερ­θεῖ «ἀπό τῶν λυ­πη­ρο­τέ­ρων ἐπί τά χρη­στό­τερα καί θυ­μη­δέ­στερα ἔνθα ἡ ἀ­νά­παυ­σις καί ἡ χαρά» (Εὐχή Γο­νυ­κλι­σίας). Με­τέ­στη «ἀπό τῆς χεί­ρο­νος κα­τα­στά­σεως ἐπί τήν βελ­τί­ονα, ἀπό τῆς προ­σκαί­ρου ἐπί τήν αἰ­ώ­νιον, ἀπό τῆς ἐ­πι­γείου εἰς τήν ἐ­που­ρά­νιον» (Μ. Βα­σι­λείου, ὁ­μι­λία 17 εἰς Βαρ­λαάμ Μάρ­τυρα).
         Ἐ­σί­γησε τό γλυ­κό­φθογ­γον στόμα τοῦ σε­μνοῦ καί τα­πει­νοῦ Ἱ­ε­ράρ­χου «ὅς ἐν ἀ­να­βά­σει θυ­σι­α­στη­ρίου ἐ­δό­ξα­σεν πε­ρι­βο­λήν Ἁ­γι­ά­σμα­τος ὡς ἥ­λιος ἐ­κλάμ­πων ἐπί ναόν Ὑ­ψί­στου».
         Ὁ ἀοίδιμος Μη­τρο­πο­λί­της Αἰ­τω­λίας καί Ἀκαρ­να­νίας κυ­ρός Κο­σμᾶς (Πα­πα­χρῆ­στος) γεν­νή­θηκε τό ἔ­τος 1945 στήν Σκου­τε­σι­άδα Ἀ­γρι­νίου. Γό­νος ἱερατικῆς οἰ­κο­γε­νείας δι­δά­χθηκε τά ἐγ­κύ­κλια μα­θή­ματα στό Ἀ­γρί­νιο καί ἐν συ­νε­χείᾳ σπού­δασε Πο­λι­τι­κές Ἐ­πι­στῆ­μες στό Πάν­τειο Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν, τοῦ ὁ­ποίου κα­τέ­στη πτυ­χι­οῦ­χος τό ἔ­τος 1971, καί τήν Ἱ­ερά Ἐ­πι­στήμη τῆς Θε­ο­λο­γίας στό Ἀ­ρι­στο­τέ­λειο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης, γε­νό­με­νος πτυ­χι­οῦ­χος αὐ­τῆς τό ἔ­τος 1976.
         Ὑ­πη­ρέ­τησε ἐπί δύο ἔτη στόν Ἑλληνικό Στρατό καί στήν συ­νέ­χεια, ἀ­φοῦ ἐ­κάρη Μο­να­χός, πο­θῶντας τήν Ἱ­ε­ρω­σύνη χει­ρο­το­νή­θηκε Δι­ά­κο­νος καί Πρε­σβύ­τε­ρος τό ἔτος 1974 καί ἔ­λαβε τό ὀφ­φί­κιο τοῦ Ἀρ­χι­μαν­δρί­του ἀπό τά χέ­ρια τοῦ ἀ­οι­δί­μου Μη­τρο­πο­λί­του Αἰ­τω­λίας καί Ἀκαρ­να­νίας κυ­ροῦ Θε­ο­κλή­του (Ἀ­βραν­τι­νῆ). Δι­ο­ρί­σθηκε Ἱ­ε­ρο­κῆρυξ καί ἐπί τρι­ά­κοντα ἔτη ἐρ­γά­σθηκε ἀ­ό­κνως, πε­ρι­ο­δεύ­ον­τας ὁ­λό­κληρη τήν Ἱ­ερά Μη­τρό­πολη Αἰ­τω­λίας καί Ἀ­καρ­να­νίας, κη­ρύ­σσον­τας τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, ἐ­ξο­μο­λο­γῶν­τας, ἱ­ε­ρουρ­γῶν­τας καί στη­ρί­ζον­τας ποι­κι­λο­τρό­πως τόν λαό τοῦ Θεοῦ.
         Τό ἔρ­γο του, μέ τήν εὐ­λο­γία τοῦ Γέ­ρον­τός του Ἱ­ε­ράρ­χου Θε­ο­κλή­του, ἦταν ποι­κίλο: κοι­νω­νικό, ἐ­θνικό, ἀν­τι­αι­ρε­τικό, λει­τουρ­γικό, ἱ­ε­ρα­πο­στο­λικό. Κεν­τρικός το­μέας ὅ­μως τῆς προ­σφο­ρᾶς του ἀ­ποδείχθηκε ὁ νε­α­νι­κός το­μέας. Στό νευ­ραλ­γικό αὐτό πεδίο τῆς δι­α­κο­νίας τῆς Ἐκ­κλη­σίας κυριολεκτικά δι­έ­πρε­ψε: συ­νά­ξεις νέων καί νε­α­νί­δων, μα­θη­τῶν, φοι­τη­τῶν καί ἐ­πι­στη­μό­νων δη­μι­ουρ­γή­θη­καν καί κα­τευ­θύν­θη­καν ἀπό ­τόν τότε πατέρα Κοσμᾶ. Ἀ­να­ρί­θμη­τοι νέοι καί νέες κα­θο­δη­γή­θη­καν ἀπό αὐ­τόν καί δέν εἶ­ναι λί­γοι αὐ­τοί πού δι­α­κο­νοῦν τήν Ἐκ­κλη­σία ὡς Κλη­ρι­κοί καί Μο­να­χοί ἐν­τός καί ἐ­κτός Αἰ­τω­λο­α­καρ­να­νίας. Ἐπί δε­καε­τίες δι­ηύ­θυνε ὑ­πο­δει­γμα­τι­κά τίς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές κα­τα­σκη­νώ­σεις τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λεως Αἰ­τω­λίας καί Ἀ­καρ­να­νίας, ἀπό τίς ὁποῖες προ­ῆλ­θαν ἱ­κανά καί ζων­τανά στε­λέχη πού δι­α­κο­νοῦν τήν Ἐκ­κλη­σία καί τήν κοι­νω­νία.
         Κα­τηύ­θυνε ἐ­πί­σης πνευ­μα­τικά μο­να­χι­κές ἀ­δελ­φό­τη­τες ἐν­τός καί ἐ­κτός Αἰ­τω­λο­α­καρ­να­νίας.
         Δη­μο­σί­ευε τα­κτικά ἄρ­θρα ἐκ­κλη­σι­α­στικά καί ἀν­τι­αι­ρε­τικά, ἐνῶ ἐ­κή­ρυσσε εὐ­καί­ρως ἀ­καί­ρως καί ἀπό τόν ρα­δι­ο­φω­νικό στα­θμό τῆς Ἱε­ρᾶς Πό­λεως τοῦ Με­σο­λογ­γίου.
         Ὅλη αὐτή ἡ δρα­στη­ρι­ό­τητα ἔ­κανε τήν Σε­πτή Ἱ­ε­ραρ­χία τῆς Ἐκ­κλη­σίας τῆς Ἑλ­λά­δος, ὑπό τήν προ­ε­δρία τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που κυ­ροῦ Χρι­στο­δού­λου, νά τόν προ­κρί­νει εἰς δι­α­δο­χήν τοῦ ἐξελθόντος τῆς ἐ­νερ­γοῦ ὑ­πη­ρε­σίας, λόγῳ γήρατος καί προβλημάτων ὑγείας, σεπτοῦ Γέ­ρον­τός του, ἀ­οι­δί­μου Μη­τρο­πο­λί­του Αἰ­τω­λίας καί Ἀ­καρ­να­νίας κυ­ροῦ Θε­ο­κλή­του, καί νά τόν ἐ­κλέ­ξει Μη­τρο­πο­λίτη στίς 8 Ὀ­κτω­βρίου 2005.
Ἐ­νε­θρο­νί­σθη στίς 6 Νο­εμ­βρίου 2005 σέ αὐ­τόν ἐδῶ τόν Ἱερό Ναό καί ἔκτοτε, μέχρι τῆς τελευτῆς του, ἐποίμανε ἐπί 16 ἔτη τήν Ἱερά Πόλη τοῦ Με­σο­λογ­γίου, τήν Πόλη τοῦ Ἀγρινίου καί ὅλη τήν Ἐ­παρ­χία Αἰ­τω­λίας καί Ἀ­καρ­να­νίας, δί­δον­τας κυ­ρι­ο­λε­κτικά νέα πνοή στό ἔργο τῆς το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σίας μέσα ἀπό τήν σπορά τοῦ λό­γου τοῦ Θεοῦ, τά ἔργα τῆς εὐ­ποι­ίας, ἀλλά καί τήν καλ­λι­έρ­γεια τῆς χα­ρι­σμα­τι­κῆς λει­τουρ­γίας ἑ­νός ἑ­κά­στου τῶν συ­νερ­γα­τῶν του Κλη­ρι­κῶν.
         Ὁ Μα­κα­ρι­στός Μη­τροπο­λί­της Κο­σμᾶς οὐ­δέ­ποτε θε­ώ­ρησε τήν Ἐ­πι­σκοπή του ὡς τόπο ἀ­να­παύ­σεως καί τρυ­φῆς, ἀλλά τόπο δι­α­κο­νίας Ἰησοῦ Χρι­στοῦ, νέο στά­διο ἱ­ε­ροῦ ἀ­γῶ­νος ὑ­πέρ τῆς Ἐκ­κλη­σίας. Αὐτό ὁ­μο­λό­γησε κατά τόν Ἐν­θρο­νι­στή­ριο λόγο του: «Ἐ­πι­τρέ­ψατέ μου», ζήτησε ἀπό τούς ἀκροατές τοῦ λόγου του, «νά ὁ­μι­λήσω μέ καρ­δι­α­κήν εἰ­λι­κρί­νειαν. Δέν μέ συ­νέ­χει ἡ δόξα καί τό με­γα­λεῖον τοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τος. Δέν μέ συγ­κι­νοῦν καί δέν μέ ἐγ­γί­ζουν αὐτά. Καί πα­ρα­καλῶ ὅ­λους σας νά προ­σεύ­χε­σθε νά μή μέ ἀλ­λο­τρι­ώ­σουν, ἕως ὅ­του φύγω ἀπό τόν κό­σμον αὐ­τόν διά τήν αἰ­ω­νίαν μα­κα­ρι­ό­τητα. Τώρα, τρέμω τόν Σταυ­ρόν καί τάς εὐ­θύ­νας, πού ἐ­πω­μί­ζο­μαι. Ὁ Ἐ­πί­σκο­πος ἐ­πω­μί­ζε­ται ἀπό αὐ­τήν τήν στι­γμήν, τάς εὐ­θύ­νας καί τάς ἀγω­νίας ὅ­λων τῶν ψυ­χῶν τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λεως. Ἐ­πω­μί­ζε­ται τήν εὐ­θύ­νην διά τήν σω­τη­ρίαν ὅ­λων, κλη­ρι­κῶν καί λα­ϊ­κῶν. Ὀφεί­λει νά προ­σεύ­χε­ται ὄχι μό­νον διά τόν ἑ­αυ­τόν του, ἀλλά καί διά τό ποί­μνιόν του. Νά κλαίει ὄχι μό­νον διά τά ἰ­δικά του ἁ­μαρ­τή­ματα, ἀλλά καί διά τῶν χρι­στι­α­νῶν του τά ἀ­γνο­ή­ματα καί ἁ­μαρ­τή­ματα. Νά ἀ­νη­συχῇ καί νά ἀ­γω­νί­ζε­ται διά τήν ἀν­τι­με­τώ­πι­σιν καί τῶν ἰ­δι­κῶν του πει­ρα­σμῶν, ἀλλά καί τῶν πειρασ­μῶν τῶν ψυ­χῶν τοῦ ποι­μνίου του».
        Ὅσα εἶπε, ἀγωνίσθηκε ‒ὅση αὐτῷ δύναμις‒ νά τά ἐφαρμόσει. Γι’ αὐτό καί ὡς Ἐ­πί­σκο­πος ὑ­πῆρξε ἄν­θρω­πος προ­σευ­χῆς, διά τῆς ὁποίας ἐπικοινωνοῦσε ἀ­λη­θινά μέ τόν Θεό, ἐναποθέτοντας τόν ἑαυτό του καί τό ποίμνιό του σ’ Αὐτόν.
         Γνώριζε, ἀκόμη, ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος δέν μπορεῖ νά λειτουργήσει μόνος του, ὅσα προσόντα καί ἄν ἔχει, καί γι᾿ αὐτό ἐπιμελήθηκε τήν καλλιέργεια ἱ­ε­ρα­τικῶν κλίσεων σέ πνευ­μα­τι­κά του τέ­κνα, τά ὁ­ποῖα σα­γη­νεύ­θη­καν ἀπό τόν ἱ­ε­ρα­πο­στο­λικό ζῆλο τοῦ Γέ­ρον­τός τους καί εἰ­σῆλ­θαν στήν ζωή τῆς ἁγίας Ἱ­ε­ρω­σύ­νης, ἀ­πο­τε­λῶν­τας τούς πο­λυτίμους συμ­πα­ρα­στά­τες καί βο­η­θούς του στήν δι­α­κο­νία τοῦ πι­στοῦ Λαοῦ τῆς εὐ­λο­γη­μέ­νης αὐ­τῆς Ἐ­παρ­χίας, ἡ ὁ­ποία δι­α­κρί­νε­ται, με­ταξύ ἄλ­λων, καί γιά τούς κα­λούς, ἐ­να­ρέ­τους καί ἐν φόβῳ Θεοῦ ὑ­πη­ρε­τοῦν­τας Κλη­ρι­κούς.
         Ὑπῆρξε ταὐτόχρονα καί ἐ­ρα­στής τῆς ἡ­συ­χίας καί τοῦ μο­να­χι­κοῦ βίου, γι᾿ αὐτό καί κα­τέ­βαλλε προ­σπά­θειες γιά νά στε­λε­χώ­σει τίς Ἱ­ε­ρές Μο­νές τῆς Ἐ­παρ­χίας του μέ ἀφιερωμένες στόν Χριστό ὑπάρξεις, μο­να­χούς καί μο­να­χές, γνω­ρί­ζον­τας καλά ὅτι τά Μο­να­στή­ρια, ὅ­ταν λει­τουρ­γοῦν σω­στά καί μέ ὑ­πα­κοή πρός τόν Ἐ­πί­σκοπο καί τήν Ἐκκλησία, ἀ­πο­τε­λοῦν τόπους φανέρωσης τῆς ζωῆς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
         Ἀπό τούς πλέον σημαντικούς στα­θμούς τῆς ποι­μαν­τι­κῆς του δι­α­κο­νίας ὑ­πῆρξε ἡ, κα­τό­πιν ἐ­νερ­γειῶν του, ἔ­λευση τοῦ ἱ­ε­ροῦ Λει­ψά­νου τοῦ Ἁ­γίου Κο­σμᾶ τοῦ Αἰ­τω­λοῦ στήν ὁ­μώ­νυμη Ἱ­ερά Μονή Θέρ­μου, ὅ­πως καί ἡ ἀ­να­γραφή στίς ἁ­γι­ο­λο­γι­κές δέλ­τους τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σίας τοῦ ὀ­νό­μα­τος τοῦ ἁ­γίου ἐν­δό­ξου ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος Βλα­σίου τοῦ Ἀ­καρ­νά­νος καί τῶν ἕξι συ­να­σκη­τῶν του.
         Ἁ­πλός, εἰ­λι­κρι­νής καί ἀνεπιτήδευτος στούς τρόπους του, ἐξαιρετικά εὐγενής πρός πάντας, ἐρ­γα­τι­κός καί μέ ὑ­ψηλή αἴ­σθηση τοῦ κα­θή­κον­τος, ὁ ἀ­οί­δι­μος Ἱ­ε­ράρ­χης ὑ­πῆρξε καί ὑ­πο­δει­γμα­τι­κός ἱε­ρουρ­γός καί λει­τουρ­γός τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, μέ βα­θειά προ­σή­λωση καί προ­σοχή. Λει­τουρ­γοῦσε πολ­λές φο­ρές κατά τήν δι­άρ­κεια τοῦ ἔ­τους, λα­τρεύ­ον­τας τόν Πα­νά­γιο Τρι­α­δικό Θεό μετά φό­βου καί ἀ­γά­πης, ἐ­πι­θυ­μῶν­τας σφό­δρα καί ἐ­πι­δι­ώ­κον­τας ἀ­κα­τά­παυ­στα νά κα­τα­ξι­ω­θεῖ νά εὕ­ρει χά­ριν ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρίου Παν­το­κρά­το­ρος.
         Ἐπί πλέον, γνώ­ριζε ἄ­ρι­στα τό τυ­πικό τῆς Ἐκ­κλη­σίας, ἐνῶ  δι­έ­θετε ἰδιαίτερη καλ­λι­φω­νία καί γνώση τῆς ψαλ­τι­κῆς τέ­χνης, ψάλλοντας μέ ὕφος σεμνό καί σοβαρό, πιστό πρός τήν παράδοση τῆς πατρώας βυζαντινῆς μουσικῆς, δίχως ὑπερβολικά ποικίλματα, πού ἐνίοτε θυμίζουν «βοές ἄτακτες».
Μέ τήν προ­σω­πική εὐ­θύνη καί πρό­νοια τοῦ Μητροπολίτου Κοσμᾶ, τό φι­λαν­θρω­πικό ἔργο τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λεως Αἰ­τω­λίας καί Ἀ­καρ­να­νίας, τό ὁποῖο παρέλαβε ἀπό τόν Προκάτοχο καί Γέροντά του ἐπεκτάθηκε περισσότερο, φθάνοντας, μά­λι­στα, ἀρκετές φορές καί πρός Ἱ­ε­ρές Μη­τρο­πό­λεις, οἱ ὁποῖες κατά και­ρούς ἐπλή­γη­σαν ἀπό δι­ά­φο­ρες φυ­σι­κές κα­τα­στρο­φές.
Γι᾿ αὐτό καί τά πνευ­μα­τικά του τέ­κνα, ἀλλά καί γενικότερα ὅ­σοι τόν γνώ­ρι­σαν, θά ἠ­δύ­ναντο χω­ρίς δι­στα­γμό νά ἰσχυριστοῦν ὅτι ἐκπληρώθηκε ἡ εὐχή πού ἔκανε στόν ἐ­πι­βα­τή­ριο λόγο του, νά ὁμοιάσει στόν προ­στά­τη του Ἅγιο Κο­σμᾶ τόν Αἰ­τω­λό: «Πα­ρα­καλῶ τόν Κύ­ριόν μου», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς καί ἐπανέλαβε ὁ Μητροπολίτης Κοσμᾶς, «μέ­χρι τέ­λους τῆς ζωῆς μου νά μέ ἀ­ξι­ώσῃ, νά μήν ἀ­πο­κτήσω σακ­κούλα δι­ότι ὡ­σάν κάμω ἀρ­χήν νά παίρνω ἄ­σπρα, εὐ­θύς ἔ­χασα τούς ἀ­δελ­φούς μου, καί δέν ἠμ­πορῶ καί τά δύο. Ἤ τόν Θεόν ἤ τόν δι­ά­βο­λον». Καί, ὄντως, πτωχός σέ ὑλικά πράγματα ἐγεννήθη ὁ ἀοίδιμος Ἱεράρχης, πτωχός ἔζησε, πτωχός ἀπέθανε, ἀλλά ἐπλούτισε πολλούς μέ τά καλά του ἔργα.
         Ὁ μα­κα­ρι­στός Μη­τρο­πο­λί­της Κο­σμᾶς ὑ­πῆρξε ἄν­θρω­πος ἀ­γα­θῆς προ­αι­ρέ­σεως. Οὐ­δέ­ποτε ἐνήργησε μέ δό­λο ἤ μέ πρό­θεση νά ἀδικήσει τόν ὁποιονδήποτε, ἐνῶ δέν ὑ­πῆρξε οὔτε σκλη­ρός οὔτε ἐ­πι­κρι­τι­κός ἔ­ναντι οἱ­ου­δή­ποτε, εἴτε γρα­πτῶς εἴτε προ­φο­ρι­κῶς. Ἐ­κή­ρυσσε διαρκῶς τήν με­τά­νοια, δίχως νά παύσει ποτέ νά ἐρ­γά­ζε­ται κι ὁ ἴ­διος τόν δικό του ἀ­γῶνα με­τα­νοίας. Αὐτό ἦ­ταν καί τό ἐ­πι­στέ­γα­σμα τῆς τε­λευ­ταίας Ἐγ­κυ­κλίου του γιά τήν μό­λις πρό ἡ­με­ρῶν πα­ρελ­θοῦσα ἑ­ορτή τῶν Χρι­στου­γέν­νων, τήν ὁ­ποία συ­νέ­γραψε λίγο πρίν ἀ­σθε­νή­σει:
«Ἀ­γα­πη­τοί πα­τέ­ρες καί ἀ­δελ­φοί», ἔ­γραφε, «μήν παί­ζουμε μέ τήν σω­τη­ρία μας. Σή­μερα Χρι­στού­γεννα ἄς θε­λή­σουμε νά πι­στέ­ψουμε πώς ὅλα αὐτά τά ἐ­νερ­γή­ματα τῆς ἀ­πο­στα­σίας μας καί οἱ συ­νέ­πειες ἐξ αὐ­τῶν, θε­ρα­πεύ­ον­ται μέ τήν εἰ­λι­κρινῆ καί συ­νει­δητή με­τά­νοιά μας. Εὑ­ρι­σκό­με­νοι ἐμ­πρός στήν φά­τνη ἄς προ­σφέ­ρουμε τό κα­λύ­τερο δῶρο στόν Κύ­ριό μας: τά ἁ­μαρ­τή­ματά μας, μέ τήν με­τά­νοιά μας!
Καί ζῶν­τες τήν με­τά­νοια καί τόν ἀ­λη­θινό πνευ­μα­τικό μας ἀ­γῶνα, ἄς γι­νό­μα­στε ζύμη, γιά νά ζυ­μώ­νουμε τήν κοι­νω­νία μας πνευ­μα­τικά, ὥ­στε νά δέ­χε­ται ὁ νη­πι­ά­σας Κύ­ριος τήν χρι­στου­γεν­νι­ά­τικη καί τήν διά βίου προ­σκύ­νησί μας».
Ἔ­χοντας ὡς ἐ­φό­διο ζωῆς ὅλα τά προ­α­να­φερ­θέντα, καί πολλά ἀκόμη πού δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναπτυχθοῦν στά στενά χρο­νικά ὅ­ρια τῆς πα­ρού­σης πε­ρι­στά­σεως, ὁ μα­κα­ρι­στός Ἱ­ε­ράρ­χης Κοσμᾶς δι­έρ­χε­ται σή­με­ρα «ἐκ τοῦ θα­νά­του εἰς τήν ζωήν».
 
Σεβαστοί μου πατέρες καί ἀδελφοί μου εὐλογημένοι,
Ἡ κοίμηση ­τοῦ Μη­τρο­πο­λί­του Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας Κο­σμᾶ εἶ­ναι γιά μᾶς ὅ­λους εὐ­και­ρία μετανοίας, πε­ρι­συλ­λο­γῆς, προ­σευ­χῆς, ἀγῶνος γιά τήν ὑ­πέρ­βα­ση τῶν προ­σκαί­ρων, ἐνῶ ἀποτελεῖ καί ἀφορμή ἀγαθῆς ἐλ­πί­δος γιά τήν ζωή τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Λυ­πού­μεθα βε­βαίως ὡς ἄνθρωποι γιά τήν κοί­μησή του, ἀλλά προ­σεγ­γί­ζουμε αὐτήν τήν κοίμηση μέ τήν ἐλ­πίδα τῆς Ἀ­να­στά­σεως καί τῆς ὁ­ρι­στι­κῆς και ἀ­με­τά­κλη­της ὑ­πέρ­βα­σης τῆς φθο­ρᾶς καί τοῦ θα­νά­του.
 
         Ἀοί­διμε Πάτερ καί Ποιμενάρχα, Μη­τρο­πο­λῖτα Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας πάτερ Κο­σμᾶ,
         Ὁ Μα­κα­ρι­ώ­τα­τος Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Ἀ­θη­νῶν καί πά­σης Ἑλ­λά­δος κ. Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος, ἐκ­προ­σω­πού­με­νος ὑπό τοῦ ἁ­γίου Το­πο­τη­ρη­τοῦ, Σε­βα­σμι­ω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του Ναυ­πά­κτου καί Ἁ­γίου Βλα­σίου κ. Ἱ­ε­ρο­θέου, τά Σεπτά Μέλη τῆς Δι­αρ­κοῦς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου, ὅ­λοι οἱ Ἱ­ε­ράρ­χες τῆς Ἁ­γι­ω­τά­της Ἐκ­κλη­σίας τῆς Ἑλ­λά­δος, ὁ ἀ­πορ­φα­νι­σθείς Ἱ­ε­ρός Κλῆ­ρος καί ὁ φι­λό­χρι­στος Λαός τῆς Ἱ­ε­ρᾶς αὐ­τῆς Μη­τρο­πό­λεως, Σοῦ ἀ­πο­δί­δουμε τόν «τε­λευ­ταῖον ἀ­σπα­σμόν» καί μετά δα­κρύων Σέ προ­πέμ­πουμε πρός τήν ζωήν τῆς Βα­σι­λείας, «ὅ­που ἦ­χος κα­θα­ρός ἑ­ορ­τα­ζόντων, καί βο­ών­των ἀ­παύ­στως· Κύ­ριε δόξα σοι».
         Νά ἔ­χουμε τήν ἁγία εὐχή Σου!

Επιστροφή


Δημοφιλή
Πρόσφατα


www.agiosarseniosk.gr

mapΤραυλαντώνη 3, Μεσολόγγι Τ.Κ 30200
phone26310 28919 - 215 5451420
emailagarsenioskap@gmail.com