Ἐπικήδειος Λόγος στόν ἀοίδιμο Μητροπολίτη Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας κυρό Κοσμᾶ (Παπαχρήστου) (1945 - 2022)
Αντί Προλόγου
Ἐπικήδειος Λόγος
στόν ἀοίδιμο Μητροπολίτη
Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας
κυρό Κοσμᾶ (Παπαχρήστου)
(1945 - 2022)
Ἐπισκόπου Ὠρεῶν Φιλοθέου,
Ἀρχιγραμματέως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἱερός Ναός Ἁγίου Σπυρίδωνος Μεσολογγίου,
4 Ἰανουαρίου 2022
«Μακάριος ὅν ἐξελέξω καί προσελάβου·
κατασκηνώσει ἐν ταῖς αὐλαῖς σου.» (Ψαλμ. 64,5)
Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεε, ἐκπρόσωπε τῆς Αὐτοῦ Μακαριότητος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου καί Τοποτηρητά τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας,
Σεβασμιώτατοι καί Θεοφιλέστατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Εὐλαβέστατοι Πρεσβύτεροι καί Διάκονοι,
Ὁσιώτατοι Μοναχοί καί Μοναχές,
Ἐντιμότατοι Ἄρχοντες,
Λαέ τοῦ Κυρίου πενθηφόρε,
Ὁ εὐλογημένος Ἐπίσκοπος καί Μητροπολίτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας ἄφησε τόν κόσμο αὐτόν καί εὑρίσκεται πλέον εἰς «τάς αὐλάς τοῦ Κυρίου» μετά τῶν Δικαίων καί τῶν Ἁγίων, τῶν ἀπ’ αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων.
Πᾶσιν ἀνθρώποις τό κοινόν τοῦ βίου ἔταξεν ὁ Κύριος χρέος, τοῦ ὅρου πληρωθέντος. Κοινό, ὄντως, πέρας τοῦ βίου σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἔθεσε ὁ Θεός τήν ἔξοδο ἀπό τήν ἐπίγεια πραγματικότητα τῆς φθορᾶς καί τήν εἴσοδο στήν αἰωνιότητα τῆς ὄντως ζωῆς.
Ἔτσι συνέβη καί μέ τόν μακαριστό ἤδη Μητροπολίτη Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας κυρό Κοσμᾶ. Ὁ ἀγαθός τῇ προαιρέσει Ποιμενάρχης, ὁ διακεκριμένος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Κληρικός, ὁ νυχθημερόν καταπονούμενος γιά τήν Ἐκκλησία ἐπί τεσσαράκοντα καί ὀκτώ ἔτη διάκονος τοῦ Θείου Λόγου, ὁ μετ’ αὐταπαρνήσεως καί ἀγάπης ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ.
Ἐξελέγη ἀπό τόν Κύριο γιά νά μεταφερθεῖ «ἀπό τῶν λυπηροτέρων ἐπί τά χρηστότερα καί θυμηδέστερα ἔνθα ἡ ἀνάπαυσις καί ἡ χαρά» (Εὐχή Γονυκλισίας). Μετέστη «ἀπό τῆς χείρονος καταστάσεως ἐπί τήν βελτίονα, ἀπό τῆς προσκαίρου ἐπί τήν αἰώνιον, ἀπό τῆς ἐπιγείου εἰς τήν ἐπουράνιον» (Μ. Βασιλείου, ὁμιλία 17 εἰς Βαρλαάμ Μάρτυρα).
Ἐσίγησε τό γλυκόφθογγον στόμα τοῦ σεμνοῦ καί ταπεινοῦ Ἱεράρχου «ὅς ἐν ἀναβάσει θυσιαστηρίου ἐδόξασεν περιβολήν Ἁγιάσματος ὡς ἥλιος ἐκλάμπων ἐπί ναόν Ὑψίστου».
Ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας κυρός Κοσμᾶς (Παπαχρῆστος) γεννήθηκε τό ἔτος 1945 στήν Σκουτεσιάδα Ἀγρινίου. Γόνος ἱερατικῆς οἰκογενείας διδάχθηκε τά ἐγκύκλια μαθήματα στό Ἀγρίνιο καί ἐν συνεχείᾳ σπούδασε Πολιτικές Ἐπιστῆμες στό Πάντειο Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, τοῦ ὁποίου κατέστη πτυχιοῦχος τό ἔτος 1971, καί τήν Ἱερά Ἐπιστήμη τῆς Θεολογίας στό Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, γενόμενος πτυχιοῦχος αὐτῆς τό ἔτος 1976.
Ὑπηρέτησε ἐπί δύο ἔτη στόν Ἑλληνικό Στρατό καί στήν συνέχεια, ἀφοῦ ἐκάρη Μοναχός, ποθῶντας τήν Ἱερωσύνη χειροτονήθηκε Διάκονος καί Πρεσβύτερος τό ἔτος 1974 καί ἔλαβε τό ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου ἀπό τά χέρια τοῦ ἀοιδίμου Μητροπολίτου Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας κυροῦ Θεοκλήτου (Ἀβραντινῆ). Διορίσθηκε Ἱεροκῆρυξ καί ἐπί τριάκοντα ἔτη ἐργάσθηκε ἀόκνως, περιοδεύοντας ὁλόκληρη τήν Ἱερά Μητρόπολη Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας, κηρύσσοντας τό Εὐαγγέλιο, ἐξομολογῶντας, ἱερουργῶντας καί στηρίζοντας ποικιλοτρόπως τόν λαό τοῦ Θεοῦ.
Τό ἔργο του, μέ τήν εὐλογία τοῦ Γέροντός του Ἱεράρχου Θεοκλήτου, ἦταν ποικίλο: κοινωνικό, ἐθνικό, ἀντιαιρετικό, λειτουργικό, ἱεραποστολικό. Κεντρικός τομέας ὅμως τῆς προσφορᾶς του ἀποδείχθηκε ὁ νεανικός τομέας. Στό νευραλγικό αὐτό πεδίο τῆς διακονίας τῆς Ἐκκλησίας κυριολεκτικά διέπρεψε: συνάξεις νέων καί νεανίδων, μαθητῶν, φοιτητῶν καί ἐπιστημόνων δημιουργήθηκαν καί κατευθύνθηκαν ἀπό τόν τότε πατέρα Κοσμᾶ. Ἀναρίθμητοι νέοι καί νέες καθοδηγήθηκαν ἀπό αὐτόν καί δέν εἶναι λίγοι αὐτοί πού διακονοῦν τήν Ἐκκλησία ὡς Κληρικοί καί Μοναχοί ἐντός καί ἐκτός Αἰτωλοακαρνανίας. Ἐπί δεκαετίες διηύθυνε ὑποδειγματικά τίς ἐκκλησιαστικές κατασκηνώσεις τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας, ἀπό τίς ὁποῖες προῆλθαν ἱκανά καί ζωντανά στελέχη πού διακονοῦν τήν Ἐκκλησία καί τήν κοινωνία.
Κατηύθυνε ἐπίσης πνευματικά μοναχικές ἀδελφότητες ἐντός καί ἐκτός Αἰτωλοακαρνανίας.
Δημοσίευε τακτικά ἄρθρα ἐκκλησιαστικά καί ἀντιαιρετικά, ἐνῶ ἐκήρυσσε εὐκαίρως ἀκαίρως καί ἀπό τόν ραδιοφωνικό σταθμό τῆς Ἱερᾶς Πόλεως τοῦ Μεσολογγίου.
Ὅλη αὐτή ἡ δραστηριότητα ἔκανε τήν Σεπτή Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὑπό τήν προεδρία τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου κυροῦ Χριστοδούλου, νά τόν προκρίνει εἰς διαδοχήν τοῦ ἐξελθόντος τῆς ἐνεργοῦ ὑπηρεσίας, λόγῳ γήρατος καί προβλημάτων ὑγείας, σεπτοῦ Γέροντός του, ἀοιδίμου Μητροπολίτου Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας κυροῦ Θεοκλήτου, καί νά τόν ἐκλέξει Μητροπολίτη στίς 8 Ὀκτωβρίου 2005.
Ἐνεθρονίσθη στίς 6 Νοεμβρίου 2005 σέ αὐτόν ἐδῶ τόν Ἱερό Ναό καί ἔκτοτε, μέχρι τῆς τελευτῆς του, ἐποίμανε ἐπί 16 ἔτη τήν Ἱερά Πόλη τοῦ Μεσολογγίου, τήν Πόλη τοῦ Ἀγρινίου καί ὅλη τήν Ἐπαρχία Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας, δίδοντας κυριολεκτικά νέα πνοή στό ἔργο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας μέσα ἀπό τήν σπορά τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τά ἔργα τῆς εὐποιίας, ἀλλά καί τήν καλλιέργεια τῆς χαρισματικῆς λειτουργίας ἑνός ἑκάστου τῶν συνεργατῶν του Κληρικῶν.
Ὁ Μακαριστός Μητροπολίτης Κοσμᾶς οὐδέποτε θεώρησε τήν Ἐπισκοπή του ὡς τόπο ἀναπαύσεως καί τρυφῆς, ἀλλά τόπο διακονίας Ἰησοῦ Χριστοῦ, νέο στάδιο ἱεροῦ ἀγῶνος ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ὁμολόγησε κατά τόν Ἐνθρονιστήριο λόγο του: «Ἐπιτρέψατέ μου», ζήτησε ἀπό τούς ἀκροατές τοῦ λόγου του, «νά ὁμιλήσω μέ καρδιακήν εἰλικρίνειαν. Δέν μέ συνέχει ἡ δόξα καί τό μεγαλεῖον τοῦ ἀξιώματος. Δέν μέ συγκινοῦν καί δέν μέ ἐγγίζουν αὐτά. Καί παρακαλῶ ὅλους σας νά προσεύχεσθε νά μή μέ ἀλλοτριώσουν, ἕως ὅτου φύγω ἀπό τόν κόσμον αὐτόν διά τήν αἰωνίαν μακαριότητα. Τώρα, τρέμω τόν Σταυρόν καί τάς εὐθύνας, πού ἐπωμίζομαι. Ὁ Ἐπίσκοπος ἐπωμίζεται ἀπό αὐτήν τήν στιγμήν, τάς εὐθύνας καί τάς ἀγωνίας ὅλων τῶν ψυχῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως. Ἐπωμίζεται τήν εὐθύνην διά τήν σωτηρίαν ὅλων, κληρικῶν καί λαϊκῶν. Ὀφείλει νά προσεύχεται ὄχι μόνον διά τόν ἑαυτόν του, ἀλλά καί διά τό ποίμνιόν του. Νά κλαίει ὄχι μόνον διά τά ἰδικά του ἁμαρτήματα, ἀλλά καί διά τῶν χριστιανῶν του τά ἀγνοήματα καί ἁμαρτήματα. Νά ἀνησυχῇ καί νά ἀγωνίζεται διά τήν ἀντιμετώπισιν καί τῶν ἰδικῶν του πειρασμῶν, ἀλλά καί τῶν πειρασμῶν τῶν ψυχῶν τοῦ ποιμνίου του».
Ὅσα εἶπε, ἀγωνίσθηκε ‒ὅση αὐτῷ δύναμις‒ νά τά ἐφαρμόσει. Γι’ αὐτό καί ὡς Ἐπίσκοπος ὑπῆρξε ἄνθρωπος προσευχῆς, διά τῆς ὁποίας ἐπικοινωνοῦσε ἀληθινά μέ τόν Θεό, ἐναποθέτοντας τόν ἑαυτό του καί τό ποίμνιό του σ’ Αὐτόν.
Γνώριζε, ἀκόμη, ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος δέν μπορεῖ νά λειτουργήσει μόνος του, ὅσα προσόντα καί ἄν ἔχει, καί γι᾿ αὐτό ἐπιμελήθηκε τήν καλλιέργεια ἱερατικῶν κλίσεων σέ πνευματικά του τέκνα, τά ὁποῖα σαγηνεύθηκαν ἀπό τόν ἱεραποστολικό ζῆλο τοῦ Γέροντός τους καί εἰσῆλθαν στήν ζωή τῆς ἁγίας Ἱερωσύνης, ἀποτελῶντας τούς πολυτίμους συμπαραστάτες καί βοηθούς του στήν διακονία τοῦ πιστοῦ Λαοῦ τῆς εὐλογημένης αὐτῆς Ἐπαρχίας, ἡ ὁποία διακρίνεται, μεταξύ ἄλλων, καί γιά τούς καλούς, ἐναρέτους καί ἐν φόβῳ Θεοῦ ὑπηρετοῦντας Κληρικούς.
Ὑπῆρξε ταὐτόχρονα καί ἐραστής τῆς ἡσυχίας καί τοῦ μοναχικοῦ βίου, γι᾿ αὐτό καί κατέβαλλε προσπάθειες γιά νά στελεχώσει τίς Ἱερές Μονές τῆς Ἐπαρχίας του μέ ἀφιερωμένες στόν Χριστό ὑπάρξεις, μοναχούς καί μοναχές, γνωρίζοντας καλά ὅτι τά Μοναστήρια, ὅταν λειτουργοῦν σωστά καί μέ ὑπακοή πρός τόν Ἐπίσκοπο καί τήν Ἐκκλησία, ἀποτελοῦν τόπους φανέρωσης τῆς ζωῆς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τούς πλέον σημαντικούς σταθμούς τῆς ποιμαντικῆς του διακονίας ὑπῆρξε ἡ, κατόπιν ἐνεργειῶν του, ἔλευση τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ στήν ὁμώνυμη Ἱερά Μονή Θέρμου, ὅπως καί ἡ ἀναγραφή στίς ἁγιολογικές δέλτους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ ὀνόματος τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἱερομάρτυρος Βλασίου τοῦ Ἀκαρνάνος καί τῶν ἕξι συνασκητῶν του.
Ἁπλός, εἰλικρινής καί ἀνεπιτήδευτος στούς τρόπους του, ἐξαιρετικά εὐγενής πρός πάντας, ἐργατικός καί μέ ὑψηλή αἴσθηση τοῦ καθήκοντος, ὁ ἀοίδιμος Ἱεράρχης ὑπῆρξε καί ὑποδειγματικός ἱερουργός καί λειτουργός τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, μέ βαθειά προσήλωση καί προσοχή. Λειτουργοῦσε πολλές φορές κατά τήν διάρκεια τοῦ ἔτους, λατρεύοντας τόν Πανάγιο Τριαδικό Θεό μετά φόβου καί ἀγάπης, ἐπιθυμῶντας σφόδρα καί ἐπιδιώκοντας ἀκατάπαυστα νά καταξιωθεῖ νά εὕρει χάριν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου Παντοκράτορος.
Ἐπί πλέον, γνώριζε ἄριστα τό τυπικό τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ διέθετε ἰδιαίτερη καλλιφωνία καί γνώση τῆς ψαλτικῆς τέχνης, ψάλλοντας μέ ὕφος σεμνό καί σοβαρό, πιστό πρός τήν παράδοση τῆς πατρώας βυζαντινῆς μουσικῆς, δίχως ὑπερβολικά ποικίλματα, πού ἐνίοτε θυμίζουν «βοές ἄτακτες».
Μέ τήν προσωπική εὐθύνη καί πρόνοια τοῦ Μητροπολίτου Κοσμᾶ, τό φιλανθρωπικό ἔργο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας, τό ὁποῖο παρέλαβε ἀπό τόν Προκάτοχο καί Γέροντά του ἐπεκτάθηκε περισσότερο, φθάνοντας, μάλιστα, ἀρκετές φορές καί πρός Ἱερές Μητροπόλεις, οἱ ὁποῖες κατά καιρούς ἐπλήγησαν ἀπό διάφορες φυσικές καταστροφές.
Γι᾿ αὐτό καί τά πνευματικά του τέκνα, ἀλλά καί γενικότερα ὅσοι τόν γνώρισαν, θά ἠδύναντο χωρίς δισταγμό νά ἰσχυριστοῦν ὅτι ἐκπληρώθηκε ἡ εὐχή πού ἔκανε στόν ἐπιβατήριο λόγο του, νά ὁμοιάσει στόν προστάτη του Ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό: «Παρακαλῶ τόν Κύριόν μου», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς καί ἐπανέλαβε ὁ Μητροπολίτης Κοσμᾶς, «μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μου νά μέ ἀξιώσῃ, νά μήν ἀποκτήσω σακκούλα διότι ὡσάν κάμω ἀρχήν νά παίρνω ἄσπρα, εὐθύς ἔχασα τούς ἀδελφούς μου, καί δέν ἠμπορῶ καί τά δύο. Ἤ τόν Θεόν ἤ τόν διάβολον». Καί, ὄντως, πτωχός σέ ὑλικά πράγματα ἐγεννήθη ὁ ἀοίδιμος Ἱεράρχης, πτωχός ἔζησε, πτωχός ἀπέθανε, ἀλλά ἐπλούτισε πολλούς μέ τά καλά του ἔργα.
Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Κοσμᾶς ὑπῆρξε ἄνθρωπος ἀγαθῆς προαιρέσεως. Οὐδέποτε ἐνήργησε μέ δόλο ἤ μέ πρόθεση νά ἀδικήσει τόν ὁποιονδήποτε, ἐνῶ δέν ὑπῆρξε οὔτε σκληρός οὔτε ἐπικριτικός ἔναντι οἱουδήποτε, εἴτε γραπτῶς εἴτε προφορικῶς. Ἐκήρυσσε διαρκῶς τήν μετάνοια, δίχως νά παύσει ποτέ νά ἐργάζεται κι ὁ ἴδιος τόν δικό του ἀγῶνα μετανοίας. Αὐτό ἦταν καί τό ἐπιστέγασμα τῆς τελευταίας Ἐγκυκλίου του γιά τήν μόλις πρό ἡμερῶν παρελθοῦσα ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, τήν ὁποία συνέγραψε λίγο πρίν ἀσθενήσει:
«Ἀγαπητοί πατέρες καί ἀδελφοί», ἔγραφε, «μήν παίζουμε μέ τήν σωτηρία μας. Σήμερα Χριστούγεννα ἄς θελήσουμε νά πιστέψουμε πώς ὅλα αὐτά τά ἐνεργήματα τῆς ἀποστασίας μας καί οἱ συνέπειες ἐξ αὐτῶν, θεραπεύονται μέ τήν εἰλικρινῆ καί συνειδητή μετάνοιά μας. Εὑρισκόμενοι ἐμπρός στήν φάτνη ἄς προσφέρουμε τό καλύτερο δῶρο στόν Κύριό μας: τά ἁμαρτήματά μας, μέ τήν μετάνοιά μας!
Καί ζῶντες τήν μετάνοια καί τόν ἀληθινό πνευματικό μας ἀγῶνα, ἄς γινόμαστε ζύμη, γιά νά ζυμώνουμε τήν κοινωνία μας πνευματικά, ὥστε νά δέχεται ὁ νηπιάσας Κύριος τήν χριστουγεννιάτικη καί τήν διά βίου προσκύνησί μας».
Ἔχοντας ὡς ἐφόδιο ζωῆς ὅλα τά προαναφερθέντα, καί πολλά ἀκόμη πού δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναπτυχθοῦν στά στενά χρονικά ὅρια τῆς παρούσης περιστάσεως, ὁ μακαριστός Ἱεράρχης Κοσμᾶς διέρχεται σήμερα «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν».
Σεβαστοί μου πατέρες καί ἀδελφοί μου εὐλογημένοι,
Ἡ κοίμηση τοῦ Μητροπολίτου Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας Κοσμᾶ εἶναι γιά μᾶς ὅλους εὐκαιρία μετανοίας, περισυλλογῆς, προσευχῆς, ἀγῶνος γιά τήν ὑπέρβαση τῶν προσκαίρων, ἐνῶ ἀποτελεῖ καί ἀφορμή ἀγαθῆς ἐλπίδος γιά τήν ζωή τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Λυπούμεθα βεβαίως ὡς ἄνθρωποι γιά τήν κοίμησή του, ἀλλά προσεγγίζουμε αὐτήν τήν κοίμηση μέ τήν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς ὁριστικῆς και ἀμετάκλητης ὑπέρβασης τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου.
Ἀοίδιμε Πάτερ καί Ποιμενάρχα, Μητροπολῖτα Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας πάτερ Κοσμᾶ,
Ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος, ἐκπροσωπούμενος ὑπό τοῦ ἁγίου Τοποτηρητοῦ, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, τά Σεπτά Μέλη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, ὅλοι οἱ Ἱεράρχες τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ ἀπορφανισθείς Ἱερός Κλῆρος καί ὁ φιλόχριστος Λαός τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μητροπόλεως, Σοῦ ἀποδίδουμε τόν «τελευταῖον ἀσπασμόν» καί μετά δακρύων Σέ προπέμπουμε πρός τήν ζωήν τῆς Βασιλείας, «ὅπου ἦχος καθαρός ἑορταζόντων, καί βοώντων ἀπαύστως· Κύριε δόξα σοι».
Νά ἔχουμε τήν ἁγία εὐχή Σου!
Επιστροφή